- κτησίου
- κτήσιοςbelonging to propertymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κτησίου — Κτήσιας masc gen sg (doric aeolic) Κτήσιος belonging to property masc gen sg Κτησίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… … Dictionary of Greek
λάχνη — η (Α λάχνη) το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.) νεοελλ. στον πληθ. οι λάχνες ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο… … Dictionary of Greek
Δείνων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος πολεμιστής που σκοτώθηκε στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). 2. Δ. ο Κολοφώνιος (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικός. Συνέχισε τα Περσικά του Κτησίου έως την εποχή του Αρταξέρξη του Ώχου. Ορισμένα κεφάλαια του… … Dictionary of Greek
Παμφίλη — Φιλόσοφος και ιστοριογράφος από την Επίδαυρο, κόρη του Σωτηρίδη και σύζυγος του γραμματικού Σωκρατίδη. Άκμασε στα χρόνια του Νέρωνα. Έγραψε Σύμμεικτα ιστορικά υπομνήματα σε 33 βιβλία, με γραμματολογικές σημειώσεις. Από το έργο της αυτό άντλησαν… … Dictionary of Greek